- Ἑλικώνιος
- Ἑλῐκώνιος1 of Helikon ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν (αἱ Μοῦσαι. Σ.) I. 8.57
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ελικώνιος — α, ο (Α ἑλικώνιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στις Μούσες τού Ελικώνα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ελικώνιος λεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών παπιλιονιδών 2. το θηλ. ως ουσ. η ελικωνία καλλωπιστικό φυτό τής τροπικής Αμερικής αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek
Ἑλικώνιος — Ἑλικών masc nom sg Ἑλικώνιος Heliconian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
Ἑλικωνία — Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικώνιον — Ἑλικών masc acc sg Ἑλικών neut nom/voc/acc sg Ἑλικώνιος Heliconian masc acc sg Ἑλικώνιος Heliconian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heliconivs — HELICONIVS, i, Gr. Ἑλικώνιος, ου, ein Beynamen des Neptuns, welcher seinen berühmten Tempel zu Helice hatte, den aber das Meer endlich, mit sammt der Stadt überschwemmete. Eustath. ad Hom. Il. Β v. 575 … Gründliches mythologisches Lexikon
heliconio — heliconio, a (del lat. «Heliconĭus», del gr. «Helikṓnios») adj. Mit. Del monte Helicón o de las *musas. * * * heliconio, nia. (Del lat. Heliconĭus, y este del gr. ῾Ελικώνιος). adj. Perteneciente o relativo al monte Helicón o a las helicónides … Enciclopedia Universal
ελικωνία — η βλ. ελικώνιος … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
Ἑλικωνίαισι — Ἑλικών fem dat pl (epic ionic aeolic) Ἑλικώνιος Heliconian fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικωνίοις — Ἑλικών masc/neut dat pl Ἑλικώνιος Heliconian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)